Τα «Οπωροφόρα της Αθήνας» απευθύνονται κυρίως στους βαδιζομανείς, στους νοσταλγικούς και ηλικίας 40 και άνω. Εντελώς αυθαίρετη στατιστική και ενστικτώδης. Αλλά το βλέμμα του Νίκου Παναγιωτόπουλου στην πόλη έχει άρωμα και γεύσεις που απευθύνονται σε αισθήσεις δοκιμασμένες στον χρόνο. Η Αθήνα του, με οδηγό έναν ήρωα έξω από κανονικότητες, αυθόρμητο τόσο, που μοιάζει οριακά σαλός, είναι γεμάτη οπωροφόρα: μούρα, ρόδα, σύκα, νεράντζια, τζίτζιφα, μανταρίνια... Οι διαδρομές σε δρόμους και γειτονιές οικείες και ταυτόχρονα αναπάντεχες.
Η ταινία πατάει στο ομώνυμο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, έναν εσωτερικό μονόλογο με επικοινωνιακή διάθεση και ιδιότυπο χιούμορ («αμετάφραστο», όπως λέει και ο σκηνοθέτης) και επιχειρεί ελεύθερες συνειρμικές πτήσεις. Στην καθημερινότητα της Αθήνας, στους περαστικούς έρωτες, στις τυχαίες συναντήσεις, σε τύπους αλλοτινών εποχών. Ο Ν. Παναγιωτόπουλος συστήνει μια πόλη με αναγνωρίσιμα πρόσωπα, που δεν προσπερνούν αλλά κοντοστέκονται και παρατηρούν, είναι πρόθυμοι να πιάσουν κουβέντα, να συνεργαστούν με το παράλογο του ήρωα και του συγγραφέα.
Ο δεύτερος εμπνέεται και καθοδηγεί τον πρώτο. Οδηγεί τα βήματά του, βάζει κόμματα και τελείες στις άσκοπες περιπλανήσεις του, επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις που προφέρει. Από τη μια, ο συγγραφέας (Λευτέρης Βογιατζής) που οργανώνει το αφήγημα από το σπίτι του, από την άλλη, ο πρωταγωνιστής (Νίκος Κουρής) που εκτελεί πιστά τις εντολές του. Και πάνω απ' όλα, διάθεση τρυφερή, χαλαρή και σινεφιλική με αναφορές στον Γκοντάρ και στον Ντε Σίκα. Σινεμά μέσα στο σινεμά, οθόνη μέσα στην οθόνη (το παράδοξο άνοιγμα - παράθυρο στο σπίτι του αφηγητή - συγγραφέα). Ο σκηνοθέτης κλείνει το μάτι στον θεατή, με συνενόχους τους καλούς πρωταγωνιστές του. Μια «μικρή» ταινία, σαν μια σύντομη αλλά αδρή πινελιά, με χρώμα και κέφι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου